- θρήνος
- Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές καταστροφές.
Οι θ. αναφέρονται ως ιδιαίτερο είδος τραγουδιού, ήδη από τα έπη του Ομήρου. Χαρακτηριστικά δείγματα του είδους είναι ο θ. του Αχιλλέα, της Βρησηίδας και των άλλων δούλων για τον θάνατο του Πάτροκλου, οι θ. της Ανδρομάχης και της Εκάβης για τον θάνατο του Έκτορα κ.ά. Με τη μορφή αυτή, τα θρηνητικά τραγούδια εμφανίστηκαν σε όλους τους λαούς από τα πανάρχαια χρόνια. Αργότερα, o θ. αποτέλεσε είδος έντεχνου τραγουδιού, παραπλήσιο με την ελεγεία, του οποίου κορυφαίος εκπρόσωπος αναδείχθηκε o Σιμωνίδης, με το έργο του Εις τους Σκοπάδας. Αναφέρεται επίσης ένας θ. του Πινδάρου για τον Αθηναίο Ιπποκράτη, ενώ από τα αποσπάσματα του ίδιου ποιητή, πιστεύεται ότι πολλά ανήκαν σε θρηνητικά ποιήματα. Περίφημος είναι επίσης ο θ. της Αντιγόνης και της Ισμήνης στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Το έντεχνο αυτό είδος διαφέρει σε σχέση με τους αυθόρμητους και ενστικτώδεις αυτοσχεδιασμούς, με τους οποίους εκφράζονταν οι άνθρωποι του λαού μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου. Ο θ. ως έντεχνο φιλολογικό είδος δεν τραγουδιέται αποκλειστικά την ώρα που ακολουθεί τον θάνατο ούτε μόνο από τους συγγενείς ή φίλους του νεκρού. Επιπλέον, μπορεί να περιέχει γενικότερα αισθητικά και φιλοσοφικά νοήματα, όπως η περιγραφή του Κάτω Κόσμου, η φύση της ανθρώπινης ψυχής κλπ. Ιδιαίτερη τάξη θρηνητικών τραγουδιών, με λιγότερο ή περισσότερο θρησκευτικό περιεχόμενο, αποτέλεσαν κατά την αρχαιότητα οι θ. για τον θάνατο ηρώων ή ημίθεων, όπως αυτός του Άδωνη, ο οποίος διαδόθηκε από τη Φοινίκη στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο. Στην αρχαία Ελλάδα οι θ. ψάλλονταν συνήθως με τη συνοδεία αυλού.
Στη Ρώμη, το είδος καλλιεργήθηκε από ποιητές όπως o Βιργίλιος, ο Προπέρτιος και ο Κάτουλλος. Ο Επιτάφιος θ. αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του είδους, όπως χρησιμοποιήθηκε στη χριστιανική λατρεία. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, ποιητές και τροβαδούροι συνέθεσαν θ., κυρίως για τον θάνατο ένδοξων ηγεμόνων και πολεμιστών, ενώ στον ελληνικό χώρο, η πτώση του βυζαντινού κράτους υπήρξε πηγή έμπνευσης για τη σύνθεση έργων όπως Το ανάκλημα της Κωνσταντινουπόλεως, ανώνυμου ποιητή, Το θανατικό της Ρόδου, του Γεωργιλλά, Η συμφορά της Κρήτης, του Μανουήλ Σκλάβου, ο Θρήνος της Κύπρου κ.ά.
Ο θ. των νεκρών διατηρείται ακόμα και σήμερα στην ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση.
* * *(I)ο (ΑΜ θρῆνος)1. κλάμα, οδυρμός, μοιρολόγι2. ποίημα θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η ακολουθία τού Όρθρου τού Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευήβ. «Θρήνος τής Κωνσταντινουπόλεως» — τίτλος ποιήματος που αναφέρεται στην άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως)νεοελλ.φρ. «έγινε θρήνος» — έγινε μεγάλη καταστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρήνος, όπως και τα θρέομαι, θόρυβος, θρύλος, παρουσιάζουν σημασιολογική συνάφεια εκφράζοντας την έννοια τής οιμωγής, τής κραυγής, τής ταραχής. Με τη λ. θρήνος συνδέθηκε η γλώσσα τού Ησυχίου θρώναξκηφήν (Λάκωνες) και τενθρήνη «κηφήνας», καθώς επίσης και τα αρχ. ινδ. dhranati «αντηχώ», αρχ. σαξ. dreno, γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Αρχαία συνών. τής λ. είναι τα: οδυρμός, ολοφυρμός, οιμωγή.ΠΑΡ. θρηνώ, θρηνώδηςαρχ.θρήνωμα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θρηνολογώ, θρηνῳδόςαρχ.θρήνερως, θρηνολάλος, θρηνοποιόςμσν.θρηνόφθογγοςνεοελλ.θρηνολόγος, θρηνοτράγουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. αξιόθρηνος, δύσθρηνος, ένθρηνος, πολύθρηνος, φιλόθρηνος].————————(II)θρῆνος, τὸ (ΑΜ)ο θρήνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος (ο) με αλλαγή γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. έδαφος, μήκος)].
Dictionary of Greek. 2013.